Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καὶ ἄποροι

См. также в других словарях:

  • κλαίω — και κλαίγω έκλαψα, κλαύτηκα, κλαμένος (και κλαημένος) 1. χύνω δάκρυα, θρηνώ: Κλαίει την τύχη του. 2. το μέσ., κλαίομαι και κλαίγομαι παραπονούμαι: Όλο κλαίγεται. 3. η φράση «κλαίν οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες» λέγεται για εκείνους που,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • ευεργέτες, εθνικοί — Ονομάζονται ε.ε. εκείνοι οι εύποροι Έλληνες, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην πνευματική… …   Dictionary of Greek

  • δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες …   Dictionary of Greek

  • χήρα — η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. χήρη Α 1. γυναίκα που έχει χάσει τον σύζυγό της και παραμένει άγαμη (α. «ήτο έρημος και χήρα», Παπαδ. β. «οὐ παρθένον, ἀλλὰ χήραν», Πλούτ.) 2. στον πληθ. οἱ χήρες και αίχῆραι εκκλ. τάξη αφιερωμένων στη διακονία τής… …   Dictionary of Greek

  • Μουράτης, Ιωάννης — (19oς αι.). Εθνικός ευεργέτης. Έζησε στην Ουγγαρία, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο και απέκτησε τεράστια περιουσία. Από τη χώρα αυτή έστελνε κάθε τόσο στην πατρίδα του την Κοζάνη, χρηματικά ποσά για να ενισχύσει άπορες οικογένειες, τα σχολεία της… …   Dictionary of Greek

  • φοιτητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φοίτηση ή στον φοιτητή (α. «φοιτητικό εισιτήριο» β. «φοιτητικά χρόνια») 2. αυτός που αρμόζει σε φοιτητή ή αυτός που γίνεται από φοιτητή (α. «φοιτητική ζωή» β. «φοιτητική συγκέντρωση» γ. «φοιτητικό… …   Dictionary of Greek

  • υπερτείνω — Α [τείνω] 1. εκτείνω, απλώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο («σκιὰν ὑπερτείνουσα σειρίου κυνός», Αισχύλ.) 2. τεντώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό, τό παρατεντώνω («μέτριος ἐν τῷ μετρίῳ τὴν τιμωρίαν ὑπερέτεινεν», Πλούτ.) 3. (αμτβ.) α) εκτείνομαι από πάνω β)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»